Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Steven Berkoff
Σε διασκευή του Mark-Anthony Turnage και του Jonathan Moore
Σε σκηνοθεσία του Joe Hill-Gibbins
Πέμπτη 06 Δεκεμβρίου 2018
Όταν ο Eddy ακούει για πρώτη φορά από τους θετούς γονείς του την προφητεία ενός μάντη ότι θα «κουτουπώσει» την μάνα του, μονολογεί «Fancy my Mum? I’d rather go down on Hitler!” και φεύγει από το σπίτι του. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την αστυνομία, εισβάλει σε ένα καφέ όπου μαλώνει με τον ιδιοκτήτη και τον σκοτώνει. Ερωτεύεται την γυναίκα του νεκρού ιδιοκτήτη και χτίζει την ζωή του μαζί της. Έτσι, ο Eddy καταλήγει στην μητρική αγκαλιά χωρίς να ξέρει ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε τον έχει γεννήσει. Bugger!
Aυτή η in-your-face οπερετική εκδοχή του μύθου του Οιδίποδα από τον Mark-Anthony Turnage, σκιαγραφεί την θατσερική Αγγλία με εικόνες δανεικές από τα κοινωνικά συμπτώματα της περιόδου, για να δημιουργήσει τον επί σκηνής λοιμό που ο Eddy καλείται να εξαλείψει. Οι τέσσερις ηθοποιοί παίζουν πλήθος χαρακτήρων και καταφέρνουν να αποδώσουν την αίσθηση μιας ολόκληρης χώρας που περιβάλλει τον Εddy. Σε αυτή την εντύπωση συμβάλλουν δραστικά οι ταχύτατες αλλαγές των κουστουμιών και η διασκεδαστική ακρίβεια των αναφορών τους, καθιστώντας τις ολοκληρωτικές μεταμορφώσεις των χαρακτήρων επί σκηνής μαγεία.
Αυτός ο Οιδίποδας αποτελεί απόλυτο προϊόν της εποχής του και μεταφράζει με χιούμορ και αμεσότητα το "τραγικό" στο πλαίσιο της πραγματικότητας του. Ο Eddy φέρει τον τυχοδιωκτισμό και τον καιροσκοπισμό ενός νέου που επιχειρεί να αποφύγει το πρόβλημα αντί να το λύσει. Ντυμένος με το κόκκινο tracksuit του, παραδοσιακό ένδυμα του οπαδού της Arsenal, προσπαθεί για ξεφύγει από το πεπρωμένο του διαφεύγοντας στους αφιλόξενους δρόμους του Λονδίνου του ‘80, που μαστίζονται από την ανεργία, την φτώχεια, τον ευτελή καταναλωτισμό και την αστυνομική βία.
Οι συγκρίσεις μεταξύ της Βρετανίας του ‘80 με την σημερινή κατάσταση είναι αναπόφευκτες. Οι προβολές σύγχρονων εξώφυλλων εφημερίδων που, για παράδειγμα, συνδέουν τα ρατσιστικά σχόλια επί σκηνής με τον “τοίχο του Τραμπ”, επιβεβαιώνουν τις υποψίες μας για τις προθέσεις των δημιουργών. Μέσα από τέτοια παιχνίδια, η παράσταση βρίσκει μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα, χωρίς να γίνεται θέαμα μουσειακό ή διδακτικό. Αντ’ αυτών, απλά γελάς - συχνά και δυνατά. Και μερικές φορές το γέλιο εξελίσσεται και μεταφράζεται σε διαμαρτυρία για όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Στην συνέχεια κάνεις μια παύση, και μετά ξανά από την αρχή. Κάπως έτσι χτίζεται αυτή η όπερα για τα μάτια του θεατή, χωρίς υψηλές προσδοκίες για πάθος, φόβο, κάθαρση και άλλες θεωρίες.
Τέλος, αξίζει να αναφέρω τις προβολές που αποτυπώνονται πάνω στον ολότελα λευκό τοίχο του άσπρου σκηνικού και αποτελούν έναν συνδυασμό εικόνων και ζωντανού βίντεο που μαγνητοσκοπείται σε έναν παρασκηνιακό χώρο, ορατό από τον κοινό. Συχνά τα μοτίβα των εικόνων προκύπτουν από τα κοντινά πλάνα πάνω σε διαφορετικά φαγώσιμα (φασόλια κονσέρβας, μαγιονέζα, ντομάτες, κλπ). Υπάρχει μια παιδικότητα στον τρόπο που αυτές οι αποκρουστικές αλχημείες λερώνουν το πεντακάθαρο σκηνικό, που με έκαναν να νιώθω βαθιά αηδία και μια απόλαυση -άθελά μου. Συναισθήματα που δεν συνηθίζουμε να βιώνουμε ως θεατές, νομίζω, αλλά συνέβαλαν εξίσου στην σύνθεση αυτής της ιστορίας.
Την παράσταση παρουσιάζει το ΒΑΜ και το Onassis Cultural Center New York.
留言